- ζουλάπι
- τό1) хищный зверь; волк; 2) бран. осёл, баран
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζουλάπι — ζουλάπι, το και ζλάπι, το ιού (λ. ρουμ.) 1. άγριο ζώο, κυρίως η αλεπού και ο λύκος: Τα σταφύλια τα έφαγε το ζουλάπι. 2. άνθρωπος πονηρός και κακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζουλάπι — και ζ λάπι, το (Μ ζουλάπι[ν]) νεοελλ. 1. άγριο ζώο, ιδίως ο λύκος 2. (υβριστ. για πρόσ.) βλάκας, χαζός μσν. φαρμακευτικό αφέψημα … Dictionary of Greek
ιοζούλαπον — ἰοζούλαπον, τὸ (Μ) φαρμακευτικό ρόφημα από ία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + ζουλάπι(ν) «φαρμακευτικό ρόφημα»] … Dictionary of Greek
νουφαροζούλαπον — νουφαροζούλαπον, τὸ (Μ) αφέψημα το οποίο παρασκευαζόταν από το φυτό νούφαρο για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νούφαρο + ζουλάπι(ν) «φαρμακευτικό ρόφημα» (πρβλ. ιο ζούλαπον)] … Dictionary of Greek